-
1 τυφλόω
A blind, make blind, τινα Hdt. 4.2; ὄμματα, ὄψιν, E.Cyc. 470, Ph. 764:—[voice] Pass., to be blinded, to be or become blind, Hdt.2.111;τυφλοῦμαι φέγγος ὀμμάτων E.Hec. 1035
; ἕλκος τυφλωθέν a blinding wound ([voice] Pass. of τυφλόω ἕλκος inflict a blinding wound), S.Ant. 973 (lyr.).2 metaph., blind, baffle, Democr. 72, v.l. in Critias 25.26;τετύφλωται μόχθος Pi.I.5(4).56
;τῶν μελλόντων τετύφλωνται φραδαί Id.O.12.9
, cf. Pl.Ti. 47b;τὴν ψυχὴν τυφλωθῆναι Id.Phd. 99e
, cf. 96c;τ. περὶ τὸν φιλούμενον ὁ φιλῶν Id.Lg. 731e
.II make blind or without passage, stop up,τὰς διόδους ἁμάξαις Aen.Tact.2.5
; τ. ὀφθαλμοὺς [ἀμπέλου] Gp.5.9.7;τ. τὸν μαστόν
makeit cease to yield milk,Ael.
NA3.39:—[voice] Pass.,βλάστησις τυφλουμένη Thphr.CP5.17.7
;οὖρα τυφλοῦται Nic.Al. 340
;ἡ φωνὴ τυφλοῦται Plu. 2.721b
;τυφλωθείσης τῆς τοῦ δέρματος τρώσεως Gal.1.388
:—also in [voice] Med.,τυφλώσατο νηδύς Nic.Al. 285
.
См. также в других словарях:
τυφλώνω — τυφλῶ, όω, ΝΜΑ [τυφλός] καθιστώ κάποιον τυφλό, στερώ από κάποιον την όραση (α. «τόν τύφλωσαν με πυρωμένο σίδερο» β. «τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῡσι τοῡ γάλακτος εἵνεκεν τοῡ πίνουσι», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. (για ισχυρό φως) σκοτίζω, αμβλύνω… … Dictionary of Greek